ἑστιοῦχ'

ἑστιοῦχ'
ἑστιοῦχα , ἑστιοῦχος
neut nom/voc/acc pl
ἑστιοῦχε , ἑστιοῦχος
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εστιούχος — ἑστιοῡχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την εστία (τον οίκο ή κάποιον τόπο), ο πολιούχος («Δήμητερ ἑστιοῡχ Ἐλευσῑνος χθονός», Ευρ.) 2. αυτός που έχει βωμό ή εστία 3. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία ή στον βωμό 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”